- Δηλογενης
- ΔηλογενήςΔηλο-γενήςдор. Δᾱλογενής 2рожденный на Делосе Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δηλογενής — δηλογενής, ές (Α) ο γεννημένος στη Δήλο … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
δαλογενής — βλ. δηλογενής … Dictionary of Greek